Ευρισκόμενοι ως χώρα σε μια πολύ δύσκολη οικονομική θέση η οποία λαμβάνει διαστάσεις εθνικής κρίσης και η οποία όμως τοποθετείται στο πλαίσιο μια ποιο γενικευμένης κρίσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), εύλογα γεννώνται ερωτήματα σχετικά με τις αιτίες αυτής της κατάστασης.
Έχουν γραφτεί πλήθος αναφορές επί του θέματος και έχουν ακουστεί πολλές απόψεις. Δε θα ασχοληθώ με την έννοια της κρίσης στο εθνικό μας πλαίσιο αλλά στη γενικευμένη της μορφή όπως έχει εμφανιστεί στου κόλπους της ΕΕ. Αυτή τη στιγμή στην ΕΕ και ποιο συγκεκριμένα στην ΟΝΕ διακρίνεται ο ηγετικός ρόλος της Γερμανίας η οποία σε συνεργασία με τη Γαλλία έχουν διαμορφώσει ένα δίπολο, άλλες φορές σε σύμπνοια και άλλες φορές σε σύγκρουση, το οποίο ρυθμίζει τους κανόνες του παιχνιδιού. Οι υπόλοιπες χώρες – οικονομίες έρχονται συμπληρωματικά άλλες φορές ενισχυτικά στο έργο της ΕΕ και άλλες φορές ως τροχοπέδη. Χαρακτηριστικός είναι ο ρόλος των χωρών του ποιο φτωχού νότου που συνήθως έπονται των εξελίξεων με ποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα δυστυχώς την χώρα μας. Το εύκολο συμπέρασμα που θα μπορούσε να εξαχθεί από τη διαμορφωμένη κατάσταση στο προαναφερθέν πλαίσιο είναι ότι οι χώρες που υστερούν εντός της ΕΕ ευθύνονται για τη μη δυναμική ανάπτυξη της, το πισωγύρισμα και με αυτό τον τρόπο προκαλούν την υπάρχουσα κρίση. Μάλιστα συμπληρωματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αντιμετώπιση που επέλεξαν για να αντιμετωπίσουν τις αδυναμίες τους ή πολύ χειρότερα αυτά που δεν έκαναν για να τις αντιμετωπίσουν, φανερώνει μια στάση αναξιόπιστη και ριψοκίνδυνη και σε κάθε περίπτωση μη αντάξια της εμπιστοσύνης των υπόλοιπων εταίρων. Λίγος έως πολύ είναι πράγματα για τα οποία κατηγορείται η χώρα μας από την ηγετική ομάδα της ΕΕ.
Δε θα ισχυριστώ ότι αυτή η άποψη είναι εσφαλμένη. Φυσικά και σαν χώρα έχουμε ευθύνες αλλά το τι μέγεθος ήταν και είναι η Ελλάδα ήταν γνωστό από την αρχή της σχέσης της με τους Ευρωπαίους εταίρους. Και σε τελική ανάλυση η σύνθεση κρατών σε μια ενιαία ένωση είναι λογικό να περιέχει ετερόκλητα στοιχεία. Ένα όμως στοιχείο που καταδεικνύει τα βαθύτερα και ουσιαστικότερα αίτια της κρίσης είναι η αντιμετώπιση που επεφύλαξε η ΕΕ στην ιδέα δημιουργίας ενός ευρωομολόγου. Αν η ΕΕ υιοθετούσε ένα τέτοιο μηχανισμό θα λειτουργούσε σαν ενιαία οντότητα, στο θέμα του δανεισμού τουλάχιστον, βάζοντας ουσιαστικά ασπίδα προστασίας στους ασθενέστερους και εξασφαλίζοντας έτσι συνθήκες και προϋποθέσεις για την ευημερία τους. Αλλά αυτό θα σήμαινε μια σχετικά μεγαλύτερη επιβάρυνση για τις ήδη ισχυρές οικονομίες (Γερμανία, Γαλλία) που αυτή τη στιγμή δανείζονται από τις αγορές με καλύτερους όρους. Αυτές λοιπόν οι οικονομίες είναι που αντιδρούν και δεν δέχονται την έκδοση του ευρωομολόγου, παρά την κατά γενική ομολογία αναγκαιότητά του, λειτουργώντας με γνώμονα την εθνική συνείδηση τους αφήνοντας κατά μέρος τα περί Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αυτό δείχνει πλέον ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει, ούτε ποτέ υπήρξε, πρόθεση για ουσιαστική ένωση των Ευρωπαϊκών χωρών. Οι μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης βλέπουν την ΕΕ σαν ένα εργαλείο γιγάντωσης τους και προώθησης των παραγόμενων αγαθών τους, αντιμετωπίζοντας ουσιαστικά τους ασθενέστερους απλά ως δεξαμενή καταναλωτών. Αυτές ακριβώς οι προθέσεις των Ευρωπαϊκών χωρών υπονομεύουν και τη σταθερότητα του Ευρώ που δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ως κοινή νομισματική μονάδα από τη στιγμή που ουσιαστικά δεν μπορεί να υπάρξει κοινή οικονομική πολιτική.
Η κρίση λοιπόν που έχει εγκατασταθεί στους κόλπους της ΕΕ στην ουσία δεν είναι οικονομική (αυτό είναι το εμφανιζόμενο πρόσωπό της), είναι κρίση προθέσεων των κρατών μελών της που καλούνται, κυρίως τα ισχυρά, να πάρουν αποφάσεις που θα βάζουν τον κοινό προσανατολισμό πάνω από το στενό εθνικό συμφέρον. Σε κάθε άλλη περίπτωση απλά θα δικαιωθούν οι εξ ΗΠΑ αναλυτές που διέβλεψαν την κατάρρευση του Ευρώ από την αρχή της δημιουργίας του ως βιαστικό κατασκεύασμα και οικονομικό τέχνασμα κάποιον τραπεζιτών. Η διάψευσή τους είναι Ευρωπαϊκή υπόθεση και μόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου